χρεόλυτρο

χρεόλυτρο
το, Ν
βλ. χρεώλυτρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρεόλυτρο — το βλ. χρεολύσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεώλυτρο — και χρεόλυτρο, το, Ν (παλαιότερος τ.) το χρεωλύσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + λυτρο (< λύω/λύνω + επίθημα τρο*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”